- πριονίδι
- το-ιού, τα αποξέσματα από το πριόνισμα ξύλου ή μετάλλου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πριονίδι — το, Ν συν. στον πληθ. τα πριονίδια λεπτά ξέσματα από πριονισμένο ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πριόνι + κατάλ. ίδι (πρβλ. ροκαν ίδι)] … Dictionary of Greek
κεδρέλαιο — το (Α κεδρέλαιον) νεοελλ. ονομασία αιθέριου ελαίου που λαμβάνεται με απόσταξη από το πριονίδι, το ροκανίδι ή το λειοτριβημένο ξύλο ορισμένων ειδών γιουνίπερου αρχ. λάδι που εξαγόταν, κατά τον Αέτιο, από τη ρητίνη τού κέδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος… … Dictionary of Greek
νειδίζω — και νείζω προσβάλλω την τιμή κάποιου, ονειδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνειδίζω με σίγηση τού αρκτικού άτονου ο . Ο τ. νείζω < νείδι (πρβλ. πριονίζω: πριονίδι)] … Dictionary of Greek
ξακρίδι — το 1. το πρώτο και το τελευταίο σανίδι ενός κορμού δέντρου ο οποίος πριονίστηκε κατά μήκος 2. το τμήμα που κόβεται, που αφαιρείται από τα άκρα ενός μεγάλου τεμαχίου, φύλλου χαρτιού, υφάσματος, δέρματος 3. μτφ. άχρηστο υπόλειμμα, απόρριμμα.… … Dictionary of Greek
παράπρισμα — ατος, τὸ, Α (κυρίως στον πληθ.) τὰ παραπρίσματα α) πριονίσματα, πριονίδια β) μτφ. (για λόγο) λεπτολογήματα, λεπτολογίες, ανάξιες λόγου αναπτύξεις («παραπρίσματ ἐπῶν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πρῑσμα «πριονίδι»] … Dictionary of Greek
περίπρισμα — τὸ, Α πριονίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πρῖσμα (< πρίω «πριονίζω»] … Dictionary of Greek
πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… … Dictionary of Greek
πρισματοκαύστης — ὁ, Α φωτιά που υποβόσκει σε πριονίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖσμα, ατος «πριονίδι» + καύστης (< καίω), πρβλ. νεκρο καύστης] … Dictionary of Greek